Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Η τέχνη του αγιογράφου [Παράλληλα κείμενα]


Να συγκρίνετε τη σχέση του πατέρα με το γιο του, όπως αποδίδεται στο διήγημα του Θεοτόκη και σε κάθε ένα από τα ακόλουθα διηγήματα, ελέγχοντας την επίδραση που ασκεί ο πρώτος στο δεύτερο όσον αφορά την επιλογή του επαγγέλματος που πρόκειται να ακολουθήσει.

Ανδρέα Καρκαβίτσα, Η Θάλασσα

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Όνειρο στο κύμα

Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Η τέχνη του αγιογράφου [υλικό]















το απόσπασμα

βίντεο για την Κρητική σχολή αγιογραφίας [1], [2], [3].

Κωνσταντίνος Θεοτόκης [εργογραφία]

Πηνελόπη Δέλτα, Πρώτες ενθυμήσεις [παράλληλο κείμενο Ζωρζ Σαρή "Τα Χέγια"]



Ζωρζ Σαρή, Τα Χέγια (απόσπασμα)

[…Όταν πρωτοπήγε σχολείο, τα παιδιά γύρω της µιλούσαν για τη µάνα τους. Η µάνα κυρίαρχη στις παιδιάστικες κουβέντες: «η µάνα µού αγόρασε ποδιά…», «η µάνα µ’ έδειρε…», «η µάνα µου είπε…». Σώπαινε. Ένιωθε ένοχη, λες κι έφταιγε εκείνη που µάνα δεν υπήρχε στο σπίτι. Έξω από την καγκελόπορτα του σχολείου οι µανάδες περίµεναν τα παιδιά τους. Όλες τους νέες, όµορφες. Η θεία Καλλιόπη στεκόταν παράµερα. Πάντα µαυροντυµένη, ψηλή κι αδύνατη. Μέσα από τους φακούς της κοιτούσε µε ύφος επιτιµητικό τις αγκαλιές και τα φιλιά. Την τραβούσε από το χέρι. Να γυρίσουν γρήγορα στο σπίτι, λες και φοβόταν µην κολλήσει η ανιψιά της καµιά αρρώστια. Μια µέρα ένα αγοράκι τη ρώτησε: «Γιαγιά σου είναι αυτή που σε περιµένει το µεσηµέρι;» καιη Μάτα του απάντησε: «Όχι, µάνα µου». ∆εν ήθελε να ξεχωρίζει από τ’ άλλα παιδιά.
Ήταν όµως φορές που ερχόταν ο πατέρας. Στεκόταν πλάι στο χορό των γυναικών. Παλικάρι. Όµορφος, τόσο όµορφος! Τότε ένιωθε πως είναι η καλύτερη, η πιο δυνατή, η πιο πλούσια. Ο πατέρας της άξιζε όλες τις µανάδες του κόσµου. Του άρπαζε το χέρι και σκόρπιζε µα δυνατή φωνή τα «Άντε γεια» στα µαθητάκια. Περπατούσε καµαρωτή στο πλάι του κι ώσπου να φτάσουν στο σπίτι η γλώσσα της ροδάνι. Όλα του τα ’λεγε. Για τη δασκάλα, που µάλωσε τον Τάσο, για τον τσακωµό της µε τη Μαρία, για τον Οδυσσέα, που γύρισε στην Ιθάκη… «Τον ήξερες, εσύ µπαµπά, τον Οδυσσέα;». Εκείνος γελούσε· την άκουγε και γελούσε.
Γελούσε µε τις κουβέντες της και τα καµώµατά της. Την κάθιζε στα γόνατά του και της έλεγε παραµύθια. Ξεφύλλιζαν βιβλία µε πολύχρωµες ζωγραφιές. Παίζανε κρυφτό, κυνηγητό, τις κουµπάρες. Τη «διάβαζε». Αργότερα εκείνη του διάβαζε τις εκθέσεις της. Ποιήµατα. Έκαναν περιπάτους. Πήγαιναν εκδροµές. Καθισµένοι µπροστά στην τηλεόραση έβλεπαν µαζί παλιές ελληνικές ταινίες, µαυρόασπρες, θολές. Της έλεγε: «Έτσι ήταν τότε η Αθήνα… Είχε τραµ… Να και µια λατέρνα… Οι ανηφοριές της Πλάκας. Εγώ δεν τα πρόλαβα. Μετά τον πόλεµο όλα άλλαξαν. Χτίστηκαν πολυκατοικίες, µεγαθήρια…». Ίσως να νοσταλγούσε την παλιά Αθήνα που ποτέ του δεν γνώρισε. Οι άλλες του κουβέντες ήταν όλες καθηµερινές· σύντοµες: «τι θα φάµε», «τι να σου ψωνίσω», «θα βρέξει…», «πρέπει να παραγγείλω πετρέλαιο…», «µπας κι είσαι άρρωστη;
–ακουµπούσε τα χείλη του πάνω στο µέτωπό της– είσαι ζεστή. Γρήγορα στο κρεβάτι! Θα φωνάξω το γιατρό. Καλλιόπη, φτιάξε µια ζεστή σούπα για το παιδί», «πρέπει να τρως, είσαι πάνω στην ανάπτυξη», «το βράδυ θα πάµε σινεµά», «το Πάσχα θα πάµε στο ∆αδί…». Μιλούσε, αράδιαζε κουβέντες, τις φώναζε, σα να µην ήθελε ν’ ακούσει η Μάτα τη σιωπή του.
Κέλυφος η σιωπή του. Ποιον ήθελε να προστατέψει; Την κόρη του ή τον ίδιο του τον εαυτό; Για ποιο λόγο να σωπαίνει; Και γιατί η Μάτα, που ήταν πάντα περίεργη, που όλα ήθελε να τα µαθαίνει, γιατί να συνεργεί στη σιωπή του; Γιατί σαν παιδί δεν τον ρωτούσε: «Πού ζούσαµε στην Αθήνα; Πώς ήταν το σπίτι µας; Τι έγινε ο καθρέφτης µε τη µεγάλη χρυσή κορνίζα; Γιατί φύγαµε από την Αθήνα; Και η γυναίκα σου; Ζει; πέθανε; Είχε γονείς η µάνα µου;» Γιατί δε ρωτούσε; Μήπως φοβόταν και σώπαινε κι εκείνη; Τι φοβόταν;
Μια ψευτιά της θείας για τη µάνα της κι ένα ανώνυµο τηλεφώνηµα την έφεραν αντιµέτωπη µε τη σιωπή του πατέρα.
Τώρα µεγάλωσε και δε µπορεί να κάνει πίσω. ∆ε θέλει. Πρέπει να ξεδιαλύνει την αλήθεια.
Πρέπει να µάθει την αλήθεια…]

[πηγή: Ζωρζ Σαρή, Τα Χέγια, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 1990, σ.74-76]

Πηνελόπη Δέλτα [υλικό]

Πηνελόπη Δέλτα [βίντεο]



Ευγενία Φακίνου, Η ζωή στη Σύμη


Οι σημειώσεις είναι ενδεικτικές και σκοπίμως είναι καταγεγραμμένες συνοπτικά.

Ευγενία Φακίνου, Η ζωή στη Σύμη [υλικό]


η Σύμη


το απόσπασμα

Ευγενία Φακίνου, Αστραδενή




Σύμη,1978

Ο καπετάν Νικόλας, πρώην τρίτος μηχανικός και πατέρας δύο παιδιών βγάζει τα προς τα ζην της οικογένειας του με το καΐκι του. Στην αρχή ως ψαράς και κατόπιν -όταν οι ψαριές έγιναν φτωχές- ως μανάβης που γυρνούσε στα Δωδεκάνησα με τον πλωτά πάγκο του γεμάτο γεννήματα της γης. Παράπονο δεν είχε και όλα κυλούσαν καλά, μέχρι που ο γιος του, ο Μανολάκης, αρρώστησε. Τα νοσήλια κόστισαν μια μικρή περιουσία. Κόστισαν το καΐκι... και το παιδί δεν σώθηκε...

Τότε -όντας επί ξύλου κρεμάμενοι- πάρθηκε η απόφαση για μετεγκατάσταση στην Αθήνα. Για ένα καλύτερο αύριο, τόσο για εκείνους, όσο και για την μονάκριβη πια κορούλα τους, την Αστραδενή. Και το νησί;

περισσότερα εδώ.

Ευγενία Φακίνου [εργογραφία]


Περισσότερα  για τη συγγραφέα



και ένα βίντεο από το ταξίδι του Μελένιου στη Ντενεκεδούπολη

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014

Ίταλο Καλβίνο, Μανιτάρια στην πόλη [παράλληλο κείμενο]

Ίταλο Καλβίνο, Μανιτάρια στην πόλη [βίντεο]


ορισμένα από τα προβλήματα της αστικής ζωής





Ίταλο Καλβίνο, Μανιτάρια στην πόλη

Οι σημειώσεις είναι ενδεικτικές και σκοπίμως είναι καταγεγραμμένες συνοπτικά.